ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

χείλι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
χείλι

ajak

κατάκλυση/πλημύριση/επίπλευση/υπερχείλιση

árvízi elöntés

στόμιο (εξαγωγή) υπερχείλισης (υπερπλήρωσης)

túlfolyó (kifolyó)