ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

φυσιολογία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
φυσιολογία

élettan◼◼◼

Φυσιολογία (βιολογία)

Élettan◼◼◼

ανθρώπινη φυσιολογία

humánfiziológia

ζωοφυσιολογία

állatfiziológia

οικοφυσιολογία

ökofiziológia

φυτοφυσιολογία

növényfiziológia