ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

φρενοβλαβής σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
φρενοβλαβής

őrült

τρελός , παράφρονας , φρενοβλαβής , μανιακός

őrült