ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

φαρμακοποιός (κάποιος που δουλεύει σε φαρμακείο) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
φαρμακοποιός (κάποιος που δουλεύει σε φαρμακείο)

gyógyszerész◼◼◼