ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

υπαίθριος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
υπαίθριος

szabadtéri◼◼◼

(υπαίθριος) χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων

parkolóhely