ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τσακώνομαι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τσακώνομαι

veszekedik

veszekedés

veszekszik

vita

τσακώνομαι (-θώ), μαλώνω (-σω)

civakodik