ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τρομπέτα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τρομπέτα

trombita

Τρομπέτα

Trombita

τρομπέτα (trompéta)

trombita