ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τούρκος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Τούρκος

török◼◼◼

Τούρκος (ο) – Τουρκάλα (η)

török ember/férfi – nő

török(ember/férfi – nő)