ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

το χέρι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
το χέρι

kéz◼◼◼

κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει

jobb ma egy veréb, mint holnap egy túzok

σπάει/σπάζει (-σει), eltörött a kezem έσπασα το χέρι μου

eltörik