ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

το πόδι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
το πόδι

láb◼◼◼

νομίζω τράβηξα ένα μυ στο πόδι μου

azt hiszem, meghúztam egy izmot a lábamban

χτύπησα το πόδι μου / χτύπησα στο πόδι

beütöttem a lábamat