ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
το γράμμα | betű◼◼◼ |
(fáé) το φύλλο, (postai) το γράμμα | |
θα ήθελα να στείλω αυτό το γράμμα μέχρι... | |
πόσο θα κοστίσει να στείλω αυτό το γράμμα...; | |
σας γράφω για να απαντήσω στο γράμμα που μου στείλατε στις 4 σεπτεμβρίου σχετικά με ένα υπερήμερο τιμολόγιο. | a szeptember 4-én kelt levelére reagálva, a késedelmes számlájával kapcsolatban kerestem meg önt. |