ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τελετουργικό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τελετουργικό

rituális

rituálé

rítus

szertartás

szertartásos

τελετουργικός

rituálé

szertartásos