ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τέρβιο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Τέρβιο

Terbium◼◼◼

τέρβιο (térvio)

terbium◼◼◼

υττέρβιο

itterbium◼◼◼

Υττέρβιο

Itterbium◼◼◼

υττέρβιο (yttérvio)

itterbium◼◼◼