ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τέλος (το) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τέλος (το)

vég: στο τέλος a végén

μέχρι το τέλος του ιουνίου

június végén