ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σύμβαση ορισμένης διάρκειας, (konkrét) συγκεκριμένος-η-ο, (személy) αποφασιστικός (-ή-ό) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σύμβαση ορισμένης διάρκειας, (konkrét) συγκεκριμένος-η-ο, (személy) αποφασιστικός (-ή-ό)

határozott idejű szerződés