ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σφαιρικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σφαιρικός

gömbölyű

αερομεταφερόμενος (ατμοσφαιρικός) θόρυβος

levegőben terjedő zaj

ατμοσφαιρικός

légköri◼◼◼

ποδοσφαιρικός

foci

futball

labdarúgás