ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

συνοδός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
συνοδός

társ

αεροσυνοδός

légi utaskísérő

légi utaskísérő / légi utaskísérőnő

légikisasszony

utaskísérő

ο/η συνοδός

kísérő