ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

συναινώ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
συναινώ

hozzájárul◼◼◼

ο δήμος συνεισέφερε πολλά λεφτά στην οικοδομή, (jóváhagy) συναινώ (-έσω), εγκρίνω (+tárgyeset vmihez)

a város sok pénzzel járult hozzá az építkezéshez