ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

συνάπτω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
συνάπτω

csatlakozik

συνάπτω (-ψω) συμβόλαιο

szerződést köt

επισυνάπτω

csatol◼◼◼