ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στόμιο (εξαγωγή) υπερχείλισης (υπερπλήρωσης) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
στόμιο (εξαγωγή) υπερχείλισης (υπερπλήρωσης)

túlfolyó (kifolyó)