ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στρέβλωση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
στρέβλωση

torzulás◼◼◼

torzítás◼◼◻

eltorzítás◼◻◻

eltorzulás

στρέβλωση του ανταγωνισμού

verseny torzulása◼◼◼

διαστρέβλωση

torzulás◼◼◼

eltorzítás