ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στοιχείο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ραδιενεργό στοιχείο

radioaktív elem

ραδιοστοιχείο

radioaktív elem

χημικό στοιχείο

elem◼◼◼

Χημικό στοιχείο

Kémiai elem◼◼◼

12