ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στοιχίζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
στοιχίζω

kerül

költség

(vmt) αποφεύγω (αποφύγω), (vmennyibe) κάνω, κοστίζω (-σω), στοιχίζω (-σω):

kerül

περιστοιχίζω

körbevesz