ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στενοχωριέμαι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
στενοχωριέμαι

zavarja a dolog, szomorkodik, elszomorodik)

στενοχωριέμαι/στεναχωριέμαι (-εθώ)

elszomorodik