ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στήριξη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
στήριξη

támasz◼◼◼

διεθνής βοήθεια (υποστήριξη)

nemzetközi segítség

οικονομική βοήθεια/χρηματοδοτική υποστήριξη (παρέμβαση)

pénzügyi segély

οικονομική (υπο)στήριξη

gazdasági támogatás

σύστημα υποστήριξης αποφάσεων

döntéstámogatási rendszer

υποστήριξη

támogatás◼◼◼

támogat◼◼◻

segítség◼◼◻

támaszt◼◻◻

alátámaszt◼◻◻

tartó◼◻◻

segély

υποστήριξη για τη λήψη αποφάσεων

döntéshozó támogatás