ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στήριγμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
στήριγμα

állvány◼◼◼

támasz◼◼◼

αντιστήριγμα

támaszték◼◼◼

támasz

támaszt

υποστήριγμα

konzol◼◼◼