ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στέλεχος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
στέλεχος

szár◼◼◼

nyél◼◻◻

levélszár◼◻◻

rúd◼◻◻

διοικητικό στέλεχος

igazgató◼◼◼

vezető◼◼◼

tisztviselő◼◻◻

εγκεφαλικό στέλεχος

agytörzs◼◼◼