ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στέκομαι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
στέκομαι

bír

áll

állvány

στέκομαι (σταθώ)

áll, megáll

I. főnév το πηγούνι II. ige στέκομαι (σταθώ) (όρθιος)

áll

αντιστέκομαι

ellenáll