ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σκάκι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σκάκι

sakk◼◼◼

Σκάκι

Sakk◼◼◼

σκάκι (skáki)

sakk◼◼◼

άλογο σκάκιου

Αξιωματικός (σκάκι)

Futó (sakk)

Πύργος (σκάκι)

Bástya (sakk)◼◼◼