ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σηκώνομαι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σηκώνομαι

felkel

felkél

σηκώνομαι (πάνω/όρθιος) (-θώ)

feláll

(ágyból) σηκώνομαι (-θώ)

felkel

Το ιστορικό σας