ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σαλικυλικό οξύ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σαλικυλικό οξύ

szalicilsav◼◼◼

ακετυλοσαλικυλικό οξύ

acetilszalicilsav