ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σάμι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Σάμι

lapp◼◼◼

Σάμιουελ Μορς

Samuel Finley Breese Morse

Σάμιουελ Μπέκετ

Samuel Beckett

Αρίσταρχος ο Σάμιος

Szamoszi Arisztarkhosz

Πυθαγόρας ο Σάμιος

Püthagorasz

σουσάμι

szezámmag◼◼◼

szezám◼◼◻