ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ρινόκερος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ρινόκερος

orrszarvú (rinocérosz)◼◼◼

rinocérosz

Ρινόκερος

Orrszarvúfélék

ρινόκερος (rinókeros)

rinocérosz