ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ρηγμάτωση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ρηγμάτωση

törés

vetődés

vetődés/törés

ρωγμή/ρήγμα/ρηγμάτωση/ελάττωμα/βραχυκύκλωμα/σφάλμα

törés

vetődés

vetődés/törés