ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πόσιμο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πόσιμο

ital◼◼◼

πόσιμος

iható

παροχή πόσιμου νερού/ύδρευση

ivóvízellátás