ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πυρίμαχο (πυράντοχο) μέσο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πυρίμαχο (πυράντοχο) μέσο

tűzálló szer