ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πρόστιμο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πρόστιμο

bírság◼◼◼

pénzbírság◼◼◼

gyorshajtás büntetés

πρόστιμο (το)

büntetés◼◼◼

η τιμωρία, η ποινή, (bírság) το πρόστιμο

büntetés