ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

προσόντα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
προσόντα

végzettség◼◼◼

végzettségek

έχετε καθολου προσόντα;

van valamilyen képesítése?

τι προσόντα έχετε;

milyen végzettsége van?

χρειαζόμαστε κάποιον με προσόντα

megfelelő képesítéssel rendelkezőt keresünk