ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

προσαρμόζομαι (-στώ), συμμορφώνομαι (-θώ) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
προσαρμόζομαι (-στώ), συμμορφώνομαι (-θώ)

alkalmazkodik