ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ποτάμι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ποτάμι

folyam

ποτάμι (potámi)

folyó◼◼◼

ποτάμι (το)

folyó◼◼◼

ποτάμια ύδατα

folyó vize

ποτάμιοι πόροι

folyami erőforrás

ο ποταμός, το ποτάμι

folyó