ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πορτοκάλι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πορτοκάλι

narancsfa

narancsszínű

narancssárga

πορτοκάλι (portokáli)

narancs◼◼◼

χυμός πορτοκάλι / πορτοκαλάδα

narancslé