ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ποντίκι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ποντίκι

patkány

ποντίκι (το)

egér◼◼◼

Ποντίκι (υπολογιστές)

Egér (számítástechnika)◼◼◼

όταν λείπει η γάτα χορεύουν τα ποντίκια

ha nincs otthon a macska, cincognak az egerek