ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πνευμονική σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πνευμονική

léghólyag

πνευμονική κυψελίδα

léghólyag

πνευμονική πάθηση

tüdőbetegség

πνευμονική πάθηση/πνευμονικό νόσημα

tüdőbetegség

(οδοντικό) φατνίο/(πνευμονική) κυψελίδα

léghólyag