ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πηγαίνω (πάω, πήγα) με τα πόδια, περπατώ (-άω, -ήσω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πηγαίνω (πάω, πήγα) με τα πόδια, περπατώ (-άω, -ήσω)

gyalogol