ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πετυχαίνω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πετυχαίνω

sikerül

πέτυχα το στόχο πετυχαίνω (πετύχω)

eltaláltam a célt (sikeresen)