ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πετρελαιοπηγή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πετρελαιοπηγή

olajkút

πεδίο/αγρός/ύπαιθρος/περιοχή ορυχείου (πετρελαιοπηγής)

mező