ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

περήφανος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
περήφανος

büszke

(υ)περήφανος (-η-ο)

büszke

είμαι υπερήφανος για σένα

büszke vagyok rád

υπερήφανος

büszke◼◼◼