ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πειθαρχία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πειθαρχία

fegyelem◼◼◼

tárgy◼◻◻

απειθαρχία

engedetlenség

η πειθαρχία

fegyelem◼◼◼