ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πεζικό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πεζικό

gyalogság

ο τραπεζικός λογαριασμός

bankszámla◼◼◼

τραπεζικός λογαριασμός

bankszámla◼◼◼

υπερύψωση/διαμόρφωση πρανών/τραπεζικό σύστημα

banki tevékenység