ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πατ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
άλμπατρος

albatrosz◼◼◼

albatroszfélék

απασπάτευτος

érintetlen

απατεώνας

csalás

csaló

szélhámos

απάτη

csalás◼◼◼

megtévesztés◼◻◻

megtévesztő◼◻◻

csaló

szélhámos

szélhámosság

απατίτης

apatit

άπατος

feneketlen

άπατρις

hontalan◼◼◼

απάτσι

apacs

απατώ

becsap

csal

απόπατος

árnyékszék

mosdó

vécé

απόρριψη (κενών) μπαταριών

akkumulátor ártalmatlanítás

αυγά και πατάτες τηγανητές

tojás sültkrumplival

αυταπάτη

illúzió◼◼◼

βραστές πατάτες

zenekar

γιορτή του πατέρα

apák napja

γκασπάτσο

gazpacho

γλυκοπατάτα

édesburgonya◼◼◼

batáta

είναι ίδιος ο/με τον πατέρα(ς) του

akár az apja

εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος

az Atya és a Fiú és a Szentlélek nevében

εξαπατώ

átver

becsap

csal

félrevezet

megcsal

megtéveszt

rászed

επαναπατρίζω

hazatelepít

επίπεδη μπαταρία

gombelem

1234